- αγριομιλώ
- (-άω)μιλώ άγρια, απότομα, βάναυσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + μιλώ.ΠΑΡ. αγριομίλημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριομιλώ — αγριομίλησα, μιλώ με τρόπο απότομο, άγριο: Του αγριομίλησε για να προσέξει περισσότερο τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριομίλημα — το [αγριομιλώ] βάναυσος, απότομος λόγος προς κάποιον … Dictionary of Greek